- τριόφθαλμος
- τριόφθαλμοςthree-eyedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριόφθαλμος — ον Α 1. αυτός που έχει τρεις οφθαλμούς 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τριόφθαλμος ονομασία πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὀφθαλμός (πρβλ. πεντ όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
τριοφθάλμους — τριόφθαλμος three eyed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοφθάλμῳ — τριόφθαλμος three eyed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριόφθαλμοι — τριόφθαλμος three eyed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριόφθαλμον — τριόφθαλμος three eyed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OXYLUS — I. OXYLUS Eliorum Rex iustissimus ac praestantissimus, qui vetuerat mutuam pecuniam in suam cuiquam agri partem dare, nec licebat cuiquam eam oppignerare, ut quisque haberet, quod coleret. Aristot. l. 6. Polit. c. 4. Pausan. l. 5. Strabo l. 10.… … Hofmann J. Lexicon universale
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
τριοπίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τριόφθαλμος εἶναι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τριοττίς κατ επίδραση τού θ. οπ τού ὄπωπα*, αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.] … Dictionary of Greek